You are currently viewing Περί Δικτύων και Ναυτοσύνης – Τα Διεθνή Δίκτυα του Ελληνισμού

Περί Δικτύων και Ναυτοσύνης – Τα Διεθνή Δίκτυα του Ελληνισμού

Τα Δίκτυα συντίθενται από συνιστώσες (μονάδες) που συνδέονται μεταξύ τους με κόμβους και συνδετικούς ιστούς, μέσω των οποίων διαμορφώνεται ένα πλέγμα ροών είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Πολύ σημαντική είναι η τοπολογία, η δομή ενός δικτύου, που διαμορφώνεται από το μοτίβο των συνδέσεων (κόμβων και ομφαλών).

Η σχετική αξία κάθε μονάδας εξαρτάται από την κεντρικότητα της θέσης της. Η ιδιαίτερη χρησιμότητα των δικτύων προκύπτει από την διασύνδεση και όχι την απλή συνύπαρξη οντοτήτων. Τα δίκτυα έχουν αναδυόμενες ιδιότητες, δηλαδή νέα χαρακτηριστικά του συνόλου τα οποία προκύπτουν από την αλληλεπίδραση και διασύνδεση των μελών τους. Το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του, η δε ανάδυση είναι η εμφάνιση συλλογικών ιδιοτήτων που δεν μπορούν να βρεθούν στα μεμονωμένα μέλη.

Ο σχεδιασμός της βέλτιστης δικτυακής αρχιτεκτονικής, η επάρκεια υποδομών όπως τα απαραίτητα δίκτυα οπτικών ινών και η επιτυχημένη επιλογή των ‘κρίσιμων’ κόμβων έχουν προφανώς ξεχωριστή σημασία, γιατί προσδιορίζουν τον έλεγχο, τη διαδρομή και την ένταση των σχετικών ροών.

Τα δίκτυα δεν είναι φαινόμενα του σήμερα. Εδώ και αιώνες έχουν προϋπάρξει αμέτρητα είδη: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά, τεχνικά, πολιτιστικά, γεωστρατηγικά κ.α. Ήταν όμως υπό τον έλεγχο κάθετα δομημένων εθνικών ιεραρχιών. Όμως από τα μέσα του 20ου αιώνα και κυρίως μετά το 1970 διανύουμε τον αιώνα των διεθνοποιημένων δικτύων. Για την εκρηκτική ανάπτυξη των δικτύων αυτών, είναι καθοριστικός ο ρόλος των νέων τεχνολογιών στους τομείς της επικοινωνίας, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών (μείωση του χρόνου ταξιδιών η του χρόνου μεταφοράς αγαθών και πληροφοριών, αλλαγή στις ταξιδιωτικές συνήθειες, αύξηση της ανθρώπινης κινητικότητας) και της ραγδαίας εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης.

Η ναυτοσύνη ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του ελληνικού DNA

Η ιστορία της Ελλάδας έχει καθορισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων σε μεγάλο βαθμό από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, η θάλασσα και οι θαλάσσιες επικοινωνίες αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα για τους Έλληνες κύρια πηγή ανάπτυξης και ευημερίας εξασφαλίζοντας σημαντικούς πόρους στην εθνική οικονομία. 

Η ύπαρξη τόσων νησιών και σημαντικών ορεινών όγκων στην ηπειρωτική Ελλάδα που δυσκόλευαν τις χερσαίες επικοινωνίες, οδήγησαν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην ύπαρξη διάσπαρτων κοινοτήτων ανθρώπων που επικοινωνούσαν μαζί τους κυρίως δια θαλάσσης. Άρα η ανάπτυξη της ναυτιλίας ήταν όρος επιβίωσης και η ναυτοσύνη έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης. Η ναυτιλία καθιστώντας εφικτές τις εμπορικές ανταλλαγές και τις ανθρώπινες επαφές συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική ευημερία και την ευρεία γεωγραφική διασπορά του Ελληνισμού, που με την σειρά τους συνέβαλαν στην άνθηση του πολιτισμού. Έτσι διαμορφώθηκαν μέσω των θαλάσσιων επικοινωνιών οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δίκτυα. Η οικονομική ευμάρεια και η εγκαθίδρυση νέων αποικιών σε όλο και περισσότερες περιοχές δημιουργούσαν με τη σειρά τους μια περιοδική έκρηξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων.

Έτσι συνυπήρχαν δυο συμπληρωματικά δίκτυα. Το ένα ήταν μεταφορικό και διακινούσε μέσω θαλάσσης εμπορεύματα και ανθρώπους, συνδέοντας κοινότητες ή τις μητροπόλεις με αποικίες και το δεύτερο παρήγαγε και αντάλλασσε πολιτισμό. Αμφότερα ήταν εξαρτημένα από την ύπαρξη μιας ισχυρής ναυτιλίας.

Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο λειτούργησε ένα παρεμφερές σύστημα δικτύων με αυξομειώσεις στον ρόλο του μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Στη θέση των αποικιών της αρχαιότητας υπήρχαν αρχικά οι επαρχίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας και αργότερα οι μεγάλες ελληνικές κοινότητες στην Ανατολική Μεσόγειο σε πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και στη Μαύρη Θάλασσα στις «νέες πόλεις» όπως η Οδησσός, το Ταγκανρόγκ, η Θεοδοσία ή η Κωστάντζα. Στο πλαίσιο αυτού του μωσαϊκού περιφερειακών αγορών, δικτύων και κόμβων, υπήρχε αρκετός ζωτικός χώρος για την ελληνική ναυτιλία, ειδικά στις αγορές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστή άλλωστε η συμβολή των Ελλήνων καραβοκύρηδων και των ελληνικών κοινοτήτων της Διασποράς στον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Οι μεγάλες παροικιακές επιχειρηματικές και εμπορικές κοινότητες συνέχισαν να ευημερούν και μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς. Όμως η εκθετική αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών διεθνώς που ακολούθησαν τον πολλαπλασιασμό των ευρωπαϊκών αποικιών και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση, ασκούσε ισχυρή πίεση για καινούργιες καινοτομίες και τεχνολογίες στους τομείς της ναυπήγησής και της ναυσιπλοΐας. Όταν η παγκόσμια ναυτιλία μπήκε στην περίοδο των μεγαλύτερων πλοίων της νέας τεχνολογίας του ατμού, η ναυπηγική δραστηριότητα ξύλινων ιστιοφόρων συρρικνώθηκε. Τα πλοία των Ελλήνων πλοιοκτητών ήταν υποχρεωτικό μετά τα μέσα του 20ου αιώνα να ναυπηγούνται πλέον σε ξένα ναυπηγεία που διέθεταν τόσο την τεχνολογία όσο και ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής. Οι πολυπληθείς ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Ελλήνων εφοπλιστών συγκεντρώθηκαν σε νέο κέντρο, τον Πειραιά, ο οποίος από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα είναι μέχρι σήμερα το κέντρο της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, που έδειξαν υψηλότατη προσαρμοστικότητα και διορατικότητα, είχαν πλέον ως σημείο αναφοράς τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς, η οποία προέκυψε από την ενοποίηση και παραπέρα ανάπτυξη μικρότερων περιφερειακών αγορών.

Ο κομβικός περιφερειακός ρόλος της Ελλάδας στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας συρρικνώθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε την εξαφάνιση των εύρωστων ελληνικών παροικιών. Σ’ αυτή την εξέλιξη καταλυτικός ήταν και ο τραγικός αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής.

Όμως οι ελληνικοί ναυτότοποι του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους και οι εμποροναυτιλιακές τους δραστηριότητες είχαν εγκαθιδρύσει σημαντικά επιχειρηματικά δίκτυα με τα δυτικοευρωπαϊκά λιμάνια. Το Λονδίνο αποτέλεσε το δεύτερο σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο των Ελλήνων, μετά τον Πειραιά, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αποτελώντας τη συνέχεια της ελληνικής διασποράς με σημαντικούς δεσμούς με την Ελλάδα. Η πλούσια ελληνική παροικία του Λονδίνου το μετέτρεψε σε κύριο κέντρο της ναυτιλιακής της δραστηριότητας από το 1940 μέχρι το 1970 με την Νέα Υόρκη να έπεται και τον Πειραιά να αποτελεί πλέον κυρίως το κέντρο ναυτολόγησης Ελλήνων ναυτικών σε αυτές τις τρεις δεκαετίες. Όμως, από τις αρχές του 1970 μέχρι σήμερα η ελληνόκτητη ναυτιλία, που είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο (υπό διάφορες σημαίες) επέστρεψε ξανά την Ελλάδα. Ο Πειραιάς και η ευρύτερη περιοχή Αθηνών είναι το διαχειριστικό κέντρο των ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακών επιχειρήσεων με τις διεθνείς επιχειρηματικές τους δικτυώσεις και δραστηριότητες.

Όσον αφορά στην παγκόσμια ναυτιλία και τις υποδομές που σχετίζονται με αυτή, βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας καινούργιας επανάστασης, ανάλογης σημασίας με αυτήν που οδήγησε από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Λόγω της αναμενομένης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και ειδικά των μικρομεσαίων και μεσαίων οικονομικών στρωμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και, κυρίως της Ασίας και, δεδομένου ότι το 90% περίπου του παγκόσμιου εμπορίου διακινείται μέσω θαλάσσης, η ζήτηση για θαλάσσιες μεταφορές θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς. Όμως, λόγω των προβλημάτων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, θα υπάρξει ισχυρή πίεση για τη χρήση νέων τεχνολογιών και προϊόντων όπως τα φιλικότερα προς το περιβάλλον καύσιμα. Η παγκόσμια ναυτιλία τα επόμενα χρόνια θα τελεί υπό καθεστώς διαρκών και αυστηρών διεθνών ελέγχων για την τήρηση των σχετικών κανονισμών. Θα πρέπει λοιπόν να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες, γεγονός που θα απαιτήσει τεράστιες νέες επενδύσεις.

Η ναυτοσύνη που χαρακτηρίζει τον Ελληνισμό εδώ και χιλιάδες χρόνια και η επιχειρηματική παράδοση των Ελλήνων εφοπλιστών προδικάζουν ότι θα τα καταφέρουν και πάλι να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην νέα εποχή της πράσινης ναυτιλίας. Προϋπόθεση βέβαια γι’ αυτό είναι ότι θα υπάρξει και πάλι ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικής ιδιοκτησίας στόλου με βάση τις νέες τεχνολογικές προδιαγραφές.

Αυτό που έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι η ναυτιλία, η διασπορά και ο πολιτισμός κινούνται σχεδόν αυτόνομα. Δεν υφίστανται πλέον οι δεσμοί που συντηρούσαν ισχυρές συνέργειες. Χρειάζεται λοιπόν μια συντονισμένη προσπάθεια σχεδιασμού εθνικών αλληλοενισχυόμενων ‘δικτύων’.
Η στρατηγική του Κόμβου έχει ως άξονα την συμμετοχή και υποστήριξη μιας τέτοιας προσπάθειας για την αξιοποίηση των νέων ευκαιριών που δημιουργούν οι νέες προκλήσεις για τη ναυτιλία του μέλλοντος, με στόχο να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο συνεργασίας της ναυτιλίας με τη διασπορά με κοινή επιδίωξη και των δυο αφενός την συσσώρευση εθνικού πλούτου και ισχύος αφετέρου την αναβίωση του ελληνικού κοσμοπολιτικού πολιτισμού και την ουσιαστική συμμετοχή του στην παγκόσμια αναζήτηση νέων λύσεων σε σύγχρονα καυτά πανανθρώπινα προβλήματα.

Δείτε εδώ το ιστορικό της ίδρυσης του κόμβου.